Μετάβαση στο περιεχόμενο

man

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
man men

man (en)

  1. ο άντρας, άνθρωπος αρσενικού γένους που έχει περάσει την εφηβική ηλικία
      men, women, and children - άντρες, γυναίκες και παιδιά
  2. (μη μετρήσιμο) ο άνθρωπος, το σύνολο των ανθρώπων
      The problems of modern man.
    Τα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου.
      Man is mortal.
    Ο άνθρωπος είναι θνητός.
  3. (λογοτεχνικό η παρωχημένο) ο άνθρωπος ως μονάδα, ως άτομο
      All men must die.
    Όλοι οι άνθρωποι πρέπει να πεθάνουν.
      How could a human torture his fellow man?
    Πώς θα μπορούσε ένας άνθρωπος να βασανίσει τον συνάνθρωπό του;
     συνώνυμα: human

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
ενεστώτας man
γ΄ ενικό ενεστώτα mans
αόριστος manned
παθητική μετοχή manned
ενεργητική μετοχή manning

man (en)

  • επανδρώνω
      The army manned the outpost with soldiers.
    Ο στρατός επάνδρωσε το φυλάκιο με στρατιώτες.



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

man αρσενικό (οριστικός τύπος: mani)

  1. μούρο



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

man (nl)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

man (sv)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

man (fy)