man
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
man | men |
man (en)
- ο άντρας, άνθρωπος αρσενικού γένους που έχει περάσει την εφηβική ηλικία
- ⮡ men, women, and children - άντρες, γυναίκες και παιδιά
- (μη μετρήσιμο) ο άνθρωπος, το σύνολο των ανθρώπων
- ⮡ The problems of modern man.
- Τα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου.
- ⮡ Man is mortal.
- Ο άνθρωπος είναι θνητός.
- ⮡ The problems of modern man.
- (λογοτεχνικό η παρωχημένο) ο άνθρωπος ως μονάδα, ως άτομο
- ⮡ All men must die.
- Όλοι οι άνθρωποι πρέπει να πεθάνουν.
- ⮡ How could a human torture his fellow man?
- Πώς θα μπορούσε ένας άνθρωπος να βασανίσει τον συνάνθρωπό του;
- ≈ συνώνυμα: human
- ⮡ All men must die.
Εκφράσεις
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | man |
γ΄ ενικό ενεστώτα | mans |
αόριστος | manned |
παθητική μετοχή | manned |
ενεργητική μετοχή | manning |
man (en)
- επανδρώνω
- ⮡ The army manned the outpost with soldiers.
- Ο στρατός επάνδρωσε το φυλάκιο με στρατιώτες.
- ⮡ The army manned the outpost with soldiers.
Πηγές
[επεξεργασία]
Αλβανικά (sq)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]man αρσενικό (οριστικός τύπος: mani)
Ολλανδικά (nl)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]man (nl)
- ο άντρας
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]man (sv)
Δυτικά φριζικά (fy)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]man (fy)
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Λογοτεχνικό ύφος (αγγλικά)
- Παρωχημένοι όροι (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'stop' (αγγλικά)
- Αλβανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αλβανικά)
- Ολλανδική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ολλανδικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (σουηδικά)
- Σουηδική γλώσσα
- Ουσιαστικά (σουηδικά)
- Δυτική φριζική γλώσσα
- Ουσιαστικά (δυτικά φριζικά)