man
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
man (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
man (en)
Αλβανικά (sq)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
man αρσενικό (οριστικός τύπος mani)
Ολλανδικά (nl) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
man (nl)
- ο άντρας
Σουηδικά (sv) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
man (sv)
Δυτικά φριζικά (fy) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
man (fy)