εξωραΐζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξωραΐζω < ελληνιστική κοινή ἐξωραΐζω < ἐξ- + ὡραΐζω (ομορφαίνω) < αρχαία ελληνική ὡραῖος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική embellir)
Ρήμα
[επεξεργασία]εξωραΐζω (παθητική φωνή: εξωραΐζομαι)
- κάνω κάτι ομορφότερο, το καλλωπίζω, το ομορφαίνω
- παρουσιάζω κάτι πιο ωραίο απ' ό,τι είναι, ωραιοποιώ, εξιδανικεύω
Συγγενικά
[επεξεργασία]- εξωραϊσμένος
- εξωραϊσμός
- εξωραϊστικά
- εξωραϊστικός
- → δείτε τις λέξεις ωραίος και ώρα
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξωραΐζω | εξωράιζα | θα εξωραΐζω | να εξωραΐζω | εξωραΐζοντας | |
β' ενικ. | εξωραΐζεις | εξωράιζες | θα εξωραΐζεις | να εξωραΐζεις | εξωράιζε | |
γ' ενικ. | εξωραΐζει | εξωράιζε | θα εξωραΐζει | να εξωραΐζει | ||
α' πληθ. | εξωραΐζουμε | εξωραΐζαμε | θα εξωραΐζουμε | να εξωραΐζουμε | ||
β' πληθ. | εξωραΐζετε | εξωραΐζατε | θα εξωραΐζετε | να εξωραΐζετε | εξωραΐζετε | |
γ' πληθ. | εξωραΐζουν(ε) | εξωράιζαν εξωραΐζαν(ε) |
θα εξωραΐζουν(ε) | να εξωραΐζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξωράισα | θα εξωραΐσω | να εξωραΐσω | εξωραΐσει | ||
β' ενικ. | εξωράισες | θα εξωραΐσεις | να εξωραΐσεις | εξωράισε | ||
γ' ενικ. | εξωράισε | θα εξωραΐσει | να εξωραΐσει | |||
α' πληθ. | εξωραΐσαμε | θα εξωραΐσουμε | να εξωραΐσουμε | |||
β' πληθ. | εξωραΐσατε | θα εξωραΐσετε | να εξωραΐσετε | εξωραΐστε | ||
γ' πληθ. | εξωράισαν εξωραΐσαν(ε) |
θα εξωραΐσουν(ε) | να εξωραΐσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξωραΐσει | είχα εξωραΐσει | θα έχω εξωραΐσει | να έχω εξωραΐσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξωραΐσει | είχες εξωραΐσει | θα έχεις εξωραΐσει | να έχεις εξωραΐσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξωραΐσει | είχε εξωραΐσει | θα έχει εξωραΐσει | να έχει εξωραΐσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξωραΐσει | είχαμε εξωραΐσει | θα έχουμε εξωραΐσει | να έχουμε εξωραΐσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξωραΐσει | είχατε εξωραΐσει | θα έχετε εξωραΐσει | να έχετε εξωραΐσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξωραΐσει | είχαν εξωραΐσει | θα έχουν εξωραΐσει | να έχουν εξωραΐσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξωραΐζομαι | εξωραϊζόμουν(α) | θα εξωραΐζομαι | να εξωραΐζομαι | ||
β' ενικ. | εξωραΐζεσαι | εξωραϊζόσουν(α) | θα εξωραΐζεσαι | να εξωραΐζεσαι | (εξωραΐζου) | |
γ' ενικ. | εξωραΐζεται | εξωραϊζόταν(ε) | θα εξωραΐζεται | να εξωραΐζεται | ||
α' πληθ. | εξωραϊζόμαστε | εξωραϊζόμαστε εξωραϊζόμασταν |
θα εξωραϊζόμαστε | να εξωραϊζόμαστε | ||
β' πληθ. | εξωραΐζεστε | εξωραϊζόσαστε εξωραϊζόσασταν |
θα εξωραΐζεστε | να εξωραΐζεστε | (εξωραΐζεστε) | |
γ' πληθ. | εξωραΐζονται | εξωραΐζονταν εξωραϊζόντουσαν |
θα εξωραΐζονται | να εξωραΐζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξωραΐστηκα | θα εξωραϊστώ | να εξωραϊστώ | εξωραϊστεί | ||
β' ενικ. | εξωραΐστηκες | θα εξωραϊστείς | να εξωραϊστείς | εξωραΐσου | ||
γ' ενικ. | εξωραΐστηκε | θα εξωραϊστεί | να εξωραϊστεί | |||
α' πληθ. | εξωραϊστήκαμε | θα εξωραϊστούμε | να εξωραϊστούμε | |||
β' πληθ. | εξωραϊστήκατε | θα εξωραϊστείτε | να εξωραϊστείτε | εξωραϊστείτε | ||
γ' πληθ. | εξωραΐστηκαν εξωραϊστήκαν(ε) |
θα εξωραϊστούν(ε) | να εξωραϊστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εξωραϊστεί | είχα εξωραϊστεί | θα έχω εξωραϊστεί | να έχω εξωραϊστεί | εξωραϊσμένος | |
β' ενικ. | έχεις εξωραϊστεί | είχες εξωραϊστεί | θα έχεις εξωραϊστεί | να έχεις εξωραϊστεί | ||
γ' ενικ. | έχει εξωραϊστεί | είχε εξωραϊστεί | θα έχει εξωραϊστεί | να έχει εξωραϊστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εξωραϊστεί | είχαμε εξωραϊστεί | θα έχουμε εξωραϊστεί | να έχουμε εξωραϊστεί | ||
β' πληθ. | έχετε εξωραϊστεί | είχατε εξωραϊστεί | θα έχετε εξωραϊστεί | να έχετε εξωραϊστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εξωραϊστεί | είχαν εξωραϊστεί | θα έχουν εξωραϊστεί | να έχουν εξωραϊστεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)