Ώρες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ώρες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι Ώρες
      γενική των Ωρών
    αιτιατική τις Ώρες
     κλητική Ώρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Οι Ώρες ακολουθώντας τον Διόνυσο

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ώρες, ώρες. πληθυντιικός του ώρα.
για τη μυθολογία: (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ὧραι, πληθυντικός του ὥρα
για την αγγλική ταινία: μετάφραση για την αγγλικά hours, πληθυντικός του hour (ώρα)

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Ώρες θηλυκό στον πληθυντικό

  1. (ελληνική μυθολογία)
    1. θεότητες, η Θαλλώ, η Αυξώ και η Καρπώ, κόρες του Δία και της Θέμιδας, αδελφές των Μοιρών και ρυθμιστικές των εποχών. Ο Ησίοδος αναφέρει ως Ώρες, την Ευνομία, τη Δίκη και την Ειρήνη, ως ρυθμιστικές της κοινωνικής ζωής. Στο Άργος αναφέρονται δύο Ώρες (για δύο εποχές) η Δαμία και η Αυξησία.
    2. δώδεκα μυθολογικές θεότητες (Αυγή, Γυμναστική, Άρκτος και άλλες) υπεύθυνες η κάθε μία για την αντίστοιχη (τότε) υποδιαίρεση των ωρών της ημέρας
  2. εκκλησιαστικός όρος για ακολουθίες
    ⮡  έψαλλαν τις 'Ωρες του μεσονυκτίου
  3. τίτλος αγγλικής ταινίας του 2002, βραβευμένη με Όσκαρ
    ⮡  «Η ταινία Οι Ώρες» (The Hours) αφηγείται τη ζωή τής Βιρτζίνια Γουλφ και δύο άλλων γυναικών.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]