Ώρες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | Ώρες | ||
γενική | των | Ωρών | ||
αιτιατική | τις | Ώρες | ||
κλητική | Ώρες | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ώρες, ώρες. πληθυντιικός του ώρα.
- για τη μυθολογία: (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ὧραι, πληθυντικός του ὥρα
- για την αγγλική ταινία: μετάφραση για την αγγλικά hours, πληθυντικός του hour (ώρα)
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ώρες θηλυκό στον πληθυντικό
- (ελληνική μυθολογία)
- θεότητες, η Θαλλώ, η Αυξώ και η Καρπώ, κόρες του Δία και της Θέμιδας, αδελφές των Μοιρών και ρυθμιστικές των εποχών. Ο Ησίοδος αναφέρει ως Ώρες, την Ευνομία, τη Δίκη και την Ειρήνη, ως ρυθμιστικές της κοινωνικής ζωής. Στο Άργος αναφέρονται δύο Ώρες (για δύο εποχές) η Δαμία και η Αυξησία.
- δώδεκα μυθολογικές θεότητες (Αυγή, Γυμναστική, Άρκτος και άλλες) υπεύθυνες η κάθε μία για την αντίστοιχη (τότε) υποδιαίρεση των ωρών της ημέρας
- εκκλησιαστικός όρος για ακολουθίες
- ⮡ έψαλλαν τις 'Ωρες του μεσονυκτίου
- τίτλος αγγλικής ταινίας του 2002, βραβευμένη με Όσκαρ
- ⮡ «Η ταινία Οι Ώρες» (The Hours) αφηγείται τη ζωή τής Βιρτζίνια Γουλφ και δύο άλλων γυναικών.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ελληνική μυθολογία (νέα ελληνικά)
- Εκκλησιαστικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)