Άργος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Άργος < αρχαία ελληνική Ἄργος < ἀργός < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₂erǵ-: λευκός, αργυρός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈaɾ.ɣɔs/
- συλλαβισμός : Άρ‐γος
- Άργος
- τονικό παρώνυμο: αργός
Κύριο όνομα 1[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Άργος | ||
γενική | του | Άργους | ||
αιτιατική | το | Άργος | ||
κλητική | Άργος | |||
όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Άργος ουδέτερο
[επεξεργασία]
- Αργεία
- αργείος
- Αργείος
- Αργείτης
- Αργείτισσα
- αργίτικος
- αργίτης
- Αργίτης
- Αργίτισσα
- → και δείτε τη λέξη Αργολίδα
Κύριο όνομα 2[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Άργος | ||
γενική | του | Άργου | ||
αιτιατική | τον | Άργο | ||
κλητική | Άργε | |||
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Άργος ουδέτερο
- (μυθολογία) ο μυθικός ιδρυτής της πόλης του Άργους
- (μυθολογία) μυθικός γίγαντας, ο Πανόπτης με εκατό μάτια
- (μυθολογία) ο σκύλος του Οδυσσέα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις - τοπωνύμια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - τοπωνύμια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσος' χωρίς πληθυντικό
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Πόλεις της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Πόλεις (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' χωρίς πληθυντικό
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μυθολογία (νέα ελληνικά)