hora
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισπανικά (es) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
hora | horas |
hora (es) θηλυκό
- η ώρα
Καταλανικά (ca) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hora (ca)
Λατινικά (la) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hora (la) θηλυκό
- η ώρα
- quota hora est? - τι ώρα είναι;
Πορτογαλικά (pt) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hora (pt) θηλυκό
- η ώρα
Σλοβακικά (sk) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hora (sk)
Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hora (cs) θηλυκό