heure
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
heure (fr) θηλυκό
- η ώρα
- L'heure est venue de... : ήρθε η ώρα να...