jam
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
jam | jams |
jam (en)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
Jam (disambiguation) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | jam |
γ΄ ενικό ενεστώτα | jams |
αόριστος | jammed |
παθητική μετοχή | jammed |
ενεργητική μετοχή | jamming |
jam (en)
- κολλάω
- ↪ The key was jammed in the lock.
- Το κλειδί κόλλησε στην κλειδαριά.
- ↪ The key was jammed in the lock.
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
jam (eo)
Ινδονησιακά (id)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
jam (id)
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
jam (la)