jam
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
jam | jams |
jam (en)
- η μαρμελάδα
- το κυκλοφοριακό, το μποτιλιάρισμα, κυκλοφοριακή συμφόρηση, το πρόβλημα που δημιουργείται από την κυκλοφορία πολλών οχημάτων
- ↪ Jams often happen during the hours of peak traffic.
- Συχνά μποτιλιαρίσματα συμβαίνουν κατά τις ώρες της κυκλοφοριακής αιχμής.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη traffic jam
- ↪ Jams often happen during the hours of peak traffic.
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | jam |
γ΄ ενικό ενεστώτα | jams |
αόριστος | jammed |
παθητική μετοχή | jammed |
ενεργητική μετοχή | jamming |
jam (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κολλάω, σφίγγω, δεν μπορώ να κινηθώ ή να δουλεύω· κάνω κάτι να μην μπορεί να κινηθεί ή να δουλέψει
- (μεταβατικό και αμετάβατο) στριμώχνω, χώνω, βάζω κάποιον ή κάτι σε ένα μικρό χώρο όπου υπάρχει πολύ λίγος χώρος για κίνηση
Πηγές[επεξεργασία]
- jam (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- jam (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. σφίγγω. ISBN 9780194325684., λήμμα: 857-858
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
jam (eo)
Ινδονησιακά (id)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
jam (id)
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
jam (la)