μαρμελάδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαρμελάδα οι μαρμελάδες
      γενική της μαρμελάδας των μαρμελάδων
    αιτιατική τη μαρμελάδα τις μαρμελάδες
     κλητική μαρμελάδα μαρμελάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαρμελάδα < (άμεσο δάνειο) γαλλική marmelade < πορτογαλική marmelada < marmelo (= κυδώνι) < λατινική melimelum < ελληνιστική κοινή μελίμηλον (= γλυκόμηλο) (αντιδάνειο)
βάζα με μαρμελάδα μανταρίνι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /maɾ.meˈla.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαρ‐με‐λά‐δα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαρμελάδα θηλυκό

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]