Marmelade
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Marmelade (de) θηλυκό
- die Marmelade schmeckt gut - η μαρμελάδα έχει καλή γεύση