Marmelade

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: marmelade

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Marmelade (de) θηλυκό

die Marmelade schmeckt gut - η μαρμελάδα έχει καλή γεύση