stick
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
stick | sticks |
stick (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | stick |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | sticks |
αόριστος | stuck |
παθητική μετοχή | stuck |
ενεργητική μετοχή | sticking |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
stick (en)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- stick around (περιτριγυρίζω)
- stick at (επιμένω)
- stick for (υπερασπίζω)
- stick in/into (μπήγω)
- stick on (επικολλώ)
- stick out (προεξέχω)
- stick together (εκφράζω την αλληλεγγύη μου)
- stick up (ληστεύω)