αλληλεγγύη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλληλεγγύη < ελληνιστική κοινή ἀλληλεγγύη < ἀλληλ- + ἐγγύη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλληλεγγύη θηλυκό
- η αλληλοβοήθεια και το αίσθημα ενότητας μεταξύ ανθρώπων με κοινά συμφέροντα και στόχους.
- η συμπαράσταση σε δοκιμαζόμενους συνανθρώπους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλληλεγγύη