paste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
paste | pastes |
paste (en)
- η κόλλα
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | paste |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pastes |
αόριστος | pasted |
παθητική μετοχή | pasted |
ενεργητική μετοχή | pasting |
paste (en)
- (μεταβατικό) κολλάω, επικολλώ
- (μεταβατικό, πληροφορική) επικολλώ
- ↪ On Windows, you can copy and paste text.
- Στα Windows μπορείτε να αντιγράψετε και να επικολλήσετε κείμενο.
- ↪ On Windows, you can copy and paste text.