paste

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
paste pastes

paste (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας paste
γ΄ ενικό ενεστώτα pastes
αόριστος pasted
παθητική μετοχή pasted
ενεργητική μετοχή pasting

paste (en)

  1. (μεταβατικό) κολλάω, επικολλώ
    Paste on these labels.
    Κόλλα αυτές τις ετικέτες.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη stick
  2. (μεταβατικό, πληροφορική) επικολλώ
    On Windows, you can copy and paste text.
    Στα Windows μπορείτε να αντιγράψετε και να επικολλήσετε κείμενο.