glue
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
glue | glues |
glue (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | glue |
γ΄ ενικό ενεστώτα | glues |
αόριστος | glued |
παθητική μετοχή | glued |
ενεργητική μετοχή | gluing, glueing |
glue (en)
- (μεταβατικό) κολλάω
- (μεταβατικό, μεταφορικά) κολλάω, ακολουθώ κάτι ή κάποιον συνεχώς
Σύνθετα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- glue (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- glue (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 460. ISBN 9780194325684., λήμμα: κολλώ