cling
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ρήμα 1[επεξεργασία]
ενεστώτας | cling |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | clings |
αόριστος | clung |
παθητική μετοχή | clung |
ενεργητική μετοχή | clinging |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
cling (en)
Ρήμα 2[επεξεργασία]
ενεστώτας | cling |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | clings |
αόριστος | clinged |
παθητική μετοχή | clinged |
ενεργητική μετοχή | clinging |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
cling (en)
- παράγω ψηλό ήχο σαν καμπανάκι