attach
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- attach < μέση αγγλική, σημασία: κατάσχω] ως νόμιμη εξουσία < παλαιά γαλλική atachier και estachier (προσδένω, σταθεροποιώ) < κοινή γερμανική ρίζα με το stake· Συγκρίνετε με το attack
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | attach |
γ΄ ενικό ενεστώτα | attaches |
αόριστος | attached |
παθητική μετοχή | attached |
ενεργητική μετοχή | attaching |
attach (en)
- (μεταβατικό) προσκολλώ, συνδέω, ενώνω, τοποθετώ, βάζω
- επισυνάπτω
- ↪ Don't forget to attach your photos to the email!
- Μην ξεχάσεις να επισυνάψεις τις φωτογραφίες σου στο ημέιλ!
- ↪ Don't forget to attach your photos to the email!
- αποδίδω ιδιότητα (θεωρώ - ερμηνεύω κάπως μία ιδιότητα αντικειμένου)
- (παρωχημένο, νομικός όρος) συλλαμβάνω
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- attach - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
- attach - Cambridge Dictionary online