attach
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- attach < μέση αγγλική, σημασία: κατάσχω] ως νόμιμη εξουσία < παλαιά γαλλική atachier και estachier (προσδένω, σταθεροποιώ) < κοινή γερμανική ρίζα με το stake· Συγκρίνετε με το attack
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | attach |
γ΄ ενικό ενεστώτα | attaches |
αόριστος | attached |
παθητική μετοχή | attached |
ενεργητική μετοχή | attaching |
attach (en)
- (μεταβατικό) συνδέω, ενώνω, τοποθετώ, βάζω
- (μεταβατικό) επισυνάπτω, στέλνω ηλεκτρονικό έγγραφο με email
- ⮡ Don't forget to attach your photos to the email!
- Μην ξεχάσεις να επισυνάψεις τις φωτογραφίες σου στο ημέιλ!
- ⮡ Don't forget to attach your photos to the email!
- (μεταβατικό) αποδίδω, δίνω, πιστεύω ότι κάτι είναι σημαντικό ή αξίζει να το σκεφτώ
- ⮡ Do you attach much importance to what he says?
- Αποδίδεις μεγάλη σημασία σε ό,τι λέει;
- ⮡ Don’t attach importance to what people say.
- Μη δίνεις σημασία τι λέει ο κόσμος.
- ⮡ Do you attach much importance to what he says?
- (μεταβατικό) προσκολλώ, πηγαίνω απρόσκλητος κοντά σε κάποιον
- ⮡ We attached ourselves to a group of tourists and followed the tour.
- Προσκολληθήκαμε σε μια ομάδα τουριστών και παρακολουθήσαμε την ξενάγηση.
- ⮡ We attached ourselves to a group of tourists and followed the tour.
- (παρωχημένο, νομικός όρος) συλλαμβάνω