attach

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
attach < μέση αγγλική, σημασία: κατάσχω] ως νόμιμη εξουσία < παλαιά γαλλική atachier και estachier (προσδένω, σταθεροποιώ) < κοινή γερμανική ρίζα με το stake· Συγκρίνετε με το attack

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /əˈtætʃ/
 
ενεστώτας attach
γ΄ ενικό ενεστώτα attaches
αόριστος attached
παθητική μετοχή attached
ενεργητική μετοχή attaching

attach (en)

  1. (μεταβατικό) συνδέω, ενώνω, τοποθετώ, βάζω
    ⮡  I’m attaching the two pieces of wood.
    Συνδέω τα δύο ξύλα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη join
     αντώνυμα: detach
  2. (μεταβατικό) επισυνάπτω, στέλνω ηλεκτρονικό έγγραφο με email
    ⮡  Don't forget to attach your photos to the email!
    Μην ξεχάσεις να επισυνάψεις τις φωτογραφίες σου στο ημέιλ!
  3. (μεταβατικό) αποδίδω, δίνω, πιστεύω ότι κάτι είναι σημαντικό ή αξίζει να το σκεφτώ
    ⮡  Do you attach much importance to what he says?
    Αποδίδεις μεγάλη σημασία σε ό,τι λέει;
    ⮡  Don’t attach importance to what people say.
    Μη δίνεις σημασία τι λέει ο κόσμος.
  4. (μεταβατικό) προσκολλώ, πηγαίνω απρόσκλητος κοντά σε κάποιον
    ⮡  We attached ourselves to a group of tourists and followed the tour.
    Προσκολληθήκαμε σε μια ομάδα τουριστών και παρακολουθήσαμε την ξενάγηση.
  5. (παρωχημένο, νομικός όρος) συλλαμβάνω
     συνώνυμα: arrest

Συγγενικά

[επεξεργασία]