attach
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία en[επεξεργασία]
μεσοαγγλικά: (με την σημασία: ‘κατάσχω ως νόμιμη εξουσία’): < παλαιογαλλικά: atachier και estachier ‘προσδένω, σταθεροποιώ’ < κοινή γερμανική ρίζα με το stake· συνέκρινέ το με το attack
Προφορά[επεξεργασία]
/əˈtatʃ/
Ρήμα[επεξεργασία]
attach (en)
- προσκολλώ
- αποδίδω ιδιότητα (θεωρώ-ερμηνεύω κάπως μία ιδιότητα αντικειμένου)