join

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

join (en)

  1. ενώνω ή συνδέω
  2. τέμνομαι, συναντώμαι
  3. κάνω παρέα σε κάποιον, κάνω το ίδιο πράγμα που κάνει κι αυτός
    come here and join us
  4. γίνομαι μέλος
    Greece joined the European Economic Community in 1981

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Βάσεις δεδομένων, SQL: όλες οι δυνατές περιπτώσεις συνένωσης (join)

join (en)

  1. ένωση, σύνδεση
  2. (μαθηματικά) σύνδεση, όρος στα μερικώς διατεταγμένα σύνολα
  3. (βάσεις δεδομένων), (στη σχεσιακή άλγεβρα) η συνένωση σχέσεων[1]
    Υπώνυμα: inner join (equijoin, theta join, natural join), outer join (full outer join, left outer join, right outer join), cross join και self-join

Ρήμα[επεξεργασία]

join (en)

  1. συνδέω, συνδέομαι
  2. ενώνω, ενώνομαι

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

(βάσεις δεδομένων)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • join στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Ευαγγελία Πιτουρά, «Το Σχεσιακό Μοντέλο και η Σχεσιακή Άλγεβρα», σελ. 60 και 68, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Προσπέλαση 2020-02-04