απρόσωπες εγκλίσεις
|
απαρέμφατο (αόριστος) |
ενωθεί
|
μετοχή (ενεστώτας) |
|
μετοχή παρακειμένου |
ενωμένος
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
πρόσωπο |
ενικός |
πληθυντικός |
α' |
β' |
γ' |
α' |
β' |
γ' |
οριστική |
εγώ |
εσύ |
αυτός |
εμείς |
εσείς |
αυτοί |
μονολεκτικοί
χρόνοι |
ενεστώτας |
ενώνομαι |
ενώνεσαι |
ενώνεται |
ενωνόμαστε |
ενώνεστε |
ενώνονται |
παρατατικός |
ενωνόμουν(α) |
ενωνόσουν(α) |
ενωνόταν(ε) |
ενωνόμασταν |
ενωνόσασταν |
ενώνονταν, ενωνόντουσαν |
αόριστος |
ενώθηκα |
ενώθηκες |
ενώθηκε |
ενωθήκαμε |
ενωθήκατε |
ενώθηκαν, ενωθήκανε |
περιφραστικοί
χρόνοι |
εξακολουθητικός
μέλλοντας |
θα ενώνομαι |
θα ενώνεσαι |
θα ενώνεται |
θα ενωνόμαστε |
θα ενώνεστε |
θα ενώνονται |
στιγμιαίος
μέλλοντας |
θα ενωθώ |
θα ενωθείς |
θα ενωθεί |
θα ενωθούμε |
θα ενωθείτε |
θα ενωθούν(ε) |
παρακείμενος |
έχω ενωθεί |
έχεις ενωθεί |
έχει ενωθεί |
έχο(υ)με ενωθεί |
έχετε ενωθεί |
έχουν(ε) ενωθεί |
υπερσυντέλικος |
είχα ενωθεί |
είχες ενωθεί |
είχε ενωθεί |
είχαμε ενωθεί |
είχατε ενωθεί |
είχαν(ε) ενωθεί |
συντελεσμένος
μέλλοντας |
θα έχω ενωθεί |
θα έχεις ενωθεί |
θα έχει ενωθεί |
θα έχο(υ)με ενωθεί |
θα έχετε ενωθεί |
θα έχουν(ε) ενωθεί |
υποτακτική |
εγώ |
εσύ |
αυτός |
εμείς |
εσείς |
αυτοί |
περιφραστικοί
χρόνοι |
ενεστώτας |
να ενώνομαι |
να ενώνεσαι |
να ενώνεται |
να ενωνόμαστε |
να ενώνεστε |
να ενώνονται |
αόριστος |
να ενωθώ |
να ενωθείς |
να ενωθεί |
να ενωθούμε |
να ενωθείτε |
να ενωθούν(ε) |
παρακείμενος |
να έχω ενωθεί |
να έχεις ενωθεί |
να έχει ενωθεί |
να έχο(υ)με ενωθεί |
να έχετε ενωθεί |
να έχουν(ε) ενωθεί |
προστακτική |
- |
(εσύ) |
- |
- |
(εσείς) |
- |
μονολεκτικοί
χρόνοι |
ενεστώτας |
|
|
|
|
|
|
αόριστος |
|
ενώσου |
|
|
ενωθείτε |
|
|