ενώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος ενώνω
Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ενώνομαι | ενωνόμουν(α) | θα ενώνομαι | να ενώνομαι | ||
β' ενικ. | ενώνεσαι | ενωνόσουν(α) | θα ενώνεσαι | να ενώνεσαι | (ενώνου) | |
γ' ενικ. | ενώνεται | ενωνόταν(ε) | θα ενώνεται | να ενώνεται | ||
α' πληθ. | ενωνόμαστε | ενωνόμαστε ενωνόμασταν |
θα ενωνόμαστε | να ενωνόμαστε | ||
β' πληθ. | ενώνεστε | ενωνόσαστε ενωνόσασταν |
θα ενώνεστε | να ενώνεστε | (ενώνεστε) | |
γ' πληθ. | ενώνονται | ενώνονταν ενωνόντουσαν |
θα ενώνονται | να ενώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ενώθηκα | θα ενωθώ | να ενωθώ | ενωθεί | ||
β' ενικ. | ενώθηκες | θα ενωθείς | να ενωθείς | ενώσου | ||
γ' ενικ. | ενώθηκε | θα ενωθεί | να ενωθεί | |||
α' πληθ. | ενωθήκαμε | θα ενωθούμε | να ενωθούμε | |||
β' πληθ. | ενωθήκατε | θα ενωθείτε | να ενωθείτε | ενωθείτε | ||
γ' πληθ. | ενώθηκαν ενωθήκαν(ε) |
θα ενωθούν(ε) | να ενωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ενωθεί | είχα ενωθεί | θα έχω ενωθεί | να έχω ενωθεί | ενωμένος | |
β' ενικ. | έχεις ενωθεί | είχες ενωθεί | θα έχεις ενωθεί | να έχεις ενωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ενωθεί | είχε ενωθεί | θα έχει ενωθεί | να έχει ενωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ενωθεί | είχαμε ενωθεί | θα έχουμε ενωθεί | να έχουμε ενωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ενωθεί | είχατε ενωθεί | θα έχετε ενωθεί | να έχετε ενωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ενωθεί | είχαν ενωθεί | θα έχουν ενωθεί | να έχουν ενωθεί |