united
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]united (en)
- ενωμένος, ηνωμένος, για χώρες που ενώνονται ως πολιτική μονάδα ή για κοινούς στόχους
The majority of Greeks are in favor of a united Europe.
- Η πλειοψηφία των Ελλήνων είναι υπέρ της ενωμένης Ευρώπης.
- ενωμένος, για άτομα ή ομάδες που συμφωνούν και συνεργάζονται
We will win if we stay united.
- Θα νικήσουμε αν μείνουμε ενωμένοι.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]united (en)