Μετάβαση στο περιεχόμενο

united

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

united (en)

  1. ενωμένος, ηνωμένος, για χώρες που ενώνονται ως πολιτική μονάδα ή για κοινούς στόχους
    παράδειγμα  The majority of Greeks are in favor of a united Europe.
    Η πλειοψηφία των Ελλήνων είναι υπέρ της ενωμένης Ευρώπης.
  2. ενωμένος, για άτομα ή ομάδες που συμφωνούν και συνεργάζονται
    παράδειγμα  We will win if we stay united.
    Θα νικήσουμε αν μείνουμε ενωμένοι.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

united (en)