join hands
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]join hands (en)
- (ιδιωματισμός) συμπορεύομαι
- ⮡ The states of Europe are joining hands in the fight for economic integration.
- Τα κράτη της Ευρώπης συμπορεύονται στον αγώνα της οικονομικής ενοποίησης.
- ⮡ The states of Europe are joining hands in the fight for economic integration.