attached
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | attached |
συγκριτικός | more attached |
υπερθετικός | most attached |
attached (en)
- είμαι δεμένος με κάποιον, έχω δεσμός, μου αρέσει κάποιος ή κάτι πολύ
- ↪ He is very attached to his mother.
- Είναι πολύ δεμένος με τη μητέρα μου.
- ↪ She is deeply attached to her father.
- Έχει μεγάλο δεσμό με τον πατέρα της.
- ↪ He is very attached to his mother.
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]attached (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- attached - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 211, 212. ISBN 9780194325684., λήμμα: δένω, δεσμός