Μετάβαση στο περιεχόμενο

attached

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός attached
συγκριτικός more attached
υπερθετικός most attached

attached (en)

  • είμαι δεμένος με κάποιον, έχω δεσμός, μου αρέσει κάποιος ή κάτι πολύ
    παράδειγμα  He is very attached to his mother.
    Είναι πολύ δεμένος με τη μητέρα μου.
    παράδειγμα  She is deeply attached to her father.
    Έχει μεγάλο δεσμό με τον πατέρα της.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

attached (en)