arrest
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
arrest | arrests |
arrest (en)
- σύλληψη (υπόπτου, κατηγορουμένου)
- ⮡ You are under arrest.
- Είστε υπό κράτηση.
- ⮡ You are under arrest.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | arrest |
γ΄ ενικό ενεστώτα | arrests |
αόριστος | arrested |
παθητική μετοχή | arrested |
ενεργητική μετοχή | arresting |
arrest (en)
- συλλαμβάνω, πιάνω κάποιον ύποπτο ή κατηγορούμενο
- ⮡ The dictatorial regime arrested and imprisoned many citizens.
- Το δικτατορικό καθεστώς συνέλαβε και φυλάκισε πολλούς πολίτες.
- ⮡ A journalist was arrested by a terrorist organization.
- Δημοσιογράφος συνελήφθη από τρομοκρατική οργάνωση.
- ⮡ The dictatorial regime arrested and imprisoned many citizens.
- σταματώ