arrest
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
arrest (en)
- σύλληψη (υπόπτου, κατηγορουμένου)
Ρήμα[επεξεργασία]
arrest (en)
- σταματώ
- συλλαμβάνω (ύποπτο, κατηγορούμενο)