προσκολλώ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προσκολλώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προσκολλῶ συνηρημένος τύπος του ρήματος προσκολλάω
Ρήμα
[επεξεργασία]προσκολλώ (παθητική φωνή: προσκολλώμαι)
- (σπάνιο, λόγιο) ενώνω, κολλώ ένα σώμα με ένα άλλο
- (στρατιωτικός όρος) τοποθετώ προσωρινά στρατιώτη ή στρατιώτες σε κάποιο στρατιωτικό τμήμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προσκολλώ
|
Πηγές
[επεξεργασία]- προσκολλώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- προσκολλώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)