κολλώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κολλώ < αρχαία ελληνική κολλῶ
Ρήμα[επεξεργασία]
κολλώ και κολλάω
- ενώνω δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη αντικειμένου με κάποια κόλλα
- (μεταφορικά) βρίσκομαι σε πολύ στενή επαφή με κάποιον, είμαι πολύ καλός φίλος με κάποιον
- έχουν κολλήσει για τα καλά οι δυό τους
- (μεταφορικά) ακολουθώ κάποιον συνεχώς από πολύ μικρή απόσταση
- προσπέρασα κάποιον στο δρόμο με το αυτοκίνητο κι αυτός μετά κόλλησε από πίσω μου και μου άναβε τα φώτα
- (μεταφορικά) φέρομαι προκλητικά ή επιθετικά απέναντι σε κάποιον, παρενοχλώ
- μη μου κολλάς εμένα γιατί θα πάρω ανάποδες
- (μεταφορικά) προσπαθώ να προσεγγίσω ερωτικά ένα άτομο ή παρενοχλώ σεξουαλικά
- τι γίνεται με τον Τάκη; Μου φαίνεται ότι σου κολλάει!
- αντιμετωπίζω μια δυσκολία κατά την πρόοδο μιας εργασίας που με εμποδίζει να συνεχίσω
- έχω κολλήσει εδώ και δυο ώρες σε μια άσκηση και δεν μπορώ να τη λύσω με τίποτα
- αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά σε μια δραστηριότητα που με απορροφά
- έχει κολλήσει στον υπολογιστή της και μας έχει ξεχάσει εμάς τους φίλους της
- αρρωσταίνω από μεταδοτικό νόσημα που μου μεταδόθηκε
- κόλλησα γρίπη
- (για μεταδοτικά νοσήματα) μεταδίδομαι
- κάποιοι υποστηρίζουν ότι το απλό κρύωμα δεν κολλάει
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- κολλώ κάποιον στον τοίχο : αποστομώνω κάποιον