κόλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κόλο | τα | κόλα |
γενική | του | κόλου | των | κόλων |
αιτιατική | το | κόλο | τα | κόλα |
κλητική | κόλο | κόλα | ||
Συνήθως στον πληθυντικό. | ||||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κόλο < (άμεσο δάνειο) ιταλική collo, αρσενικό που θεωρήθηκε ουδέτερο,[1] με απλοποίηση του διπλού συμφώνου, λατινική collum < με απώτατη αρχή την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷel- (γυρνάω)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈko.lo/ συγκρίνετε με την ιταλική προφορά του collo
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κό‐λο
- ομόηχα: κόλλο, κώλο
- τονικό παρώνυμο: κολώ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κόλο ουδέτερο, συνήθως στον πληθυντικό
- πακέτο, κιβώτιο για εμπορεύματα ή για αποσκευές
- ※ Περιγραφή του κόλου μεταφοράς, η οποία περιέχει:
- α) τον τύπο του κόλου π.χ. εξαιρούμενο, βιομηχανικού τύπου 1, 2 ή 3, τύπου Α, τύπου B(U) ή B(M), τύπου C, τον UN αριθμό, την κατηγορία του π.χ. ΛΕΥΚΟ Ι, ΚΙΤΡΙΝΟ ΙΙ ή ΚΙΤΡΙΝΟ ΙΙΙ, και τον Δείκτη Μεταφοράς (Τ.Ι.),
- β) απεικόνιση/σχέδιο του κόλου μεταφοράς, το οποίο θα αναγράφει κατ’ ελάχιστον τις συνολικές εξωτερικές διαστάσεις, τη μάζα των κύριων συστατικών και τη μικτή μάζα της συσκευασίας
- (Κατευθυντήριες οδηγίες για την περιγραφή των κόλων (packages) μεταφοράς ραδιενεργών υλικών και την τεκμηρίωση της απόδειξης συμμόρφωσης του σχεδιασμού τους (Ελληνική Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας, Ιαν. 2020 [1])
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]- κόλλο (με διπλό σύμφωνο, όπως στα ιταλικά) → δείτε και παράθεμα
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κόλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷel- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)