Μετάβαση στο περιεχόμενο

collo

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈkɔl.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: còllo

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
collo < (κληρονομημένο) λατινική collum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷolsom < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷel- (γυρνάω)
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: στη σημασία «πακέτο» νέα ελληνικά: κόλο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
collo colli

collo (it) αρσενικό

  1. (ανθρώπινο σώμα) ο λαιμός
  2. (ενδυμασία) το κολάρο
  3. το πακέτο (ιδίως μεγάλου μεγέθους), το κόλο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
collo < con + lo

Συγχώνευση

[επεξεργασία]

collo (it) αρσενικό, ενικός