con
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- con < confidence • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
con (en)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- con < περικοπή του console
Συντομομορφή[επεξεργασία]
con (en)
- (πληροφορική, Microsoft) συντομογραφία του console
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- {{l|CON|en{{
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- con - Cambridge Dictionary online
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
con | cons |
con (fr) αρσενικό
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | con | cons |
θηλυκό | conne | connes |
con (fr)
- (λαϊκότροπο) βλάκας, ηλίθιος, χαζός
- (λαϊκότροπο) βλακώδης (για πράγματα που προκαλούν αρνητική έκπληξη)
[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επέκταση ετυμολογίας (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ρήματα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Αργκό (αγγλικά)
- Περικοπές (αγγλικά)
- Συντομομορφές (αγγλικά)
- Πληροφορική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (γαλλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Χυδαιολογίες (γαλλικά)
- Μειωτικοί όροι (γαλλικά)
- Επίθετα (γαλλικά)
- Λαϊκότροποι όροι (γαλλικά)