con
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- con < confidence
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
con (en)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- con, στο Cambridge Dictionary· πρόσβαση: 2020-02-18.
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
con | cons |
con (fr) αρσενικό
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | con | cons |
θηλυκό | conne | connes |
con (fr)