μαλάκας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μαλάκας | οι | μαλάκες |
γενική | του | μαλάκα | των | μαλάκων |
αιτιατική | τον | μαλάκα | τους | μαλάκες |
κλητική | μαλάκα | μαλάκες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- μαλάκας < μεσαιωνική ελληνική μαλάκα (θηλυκό (μαλάκυνση) + -ας < ελληνιστική κοινή μαλακός (παθητικός ομοφυλόφιλος) με (αναδρομικός σχηματισμός) από το μαλακία[1] < αρχαία ελληνική μαλακός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mlakos
Προφορά
Ουσιαστικό
μαλάκας αρσενικό
- (κυριολεκτικά) αυτός που αυνανίζεται
- (μεταφορικά, μειωτικό) ο αποβλακωμένος, ο αποχαυνωμένος
- (μεταφορικά, υβριστικό) ο ποταπός, ο απεχθής, το κωλόπαιδο
- ο βλάκας, ο ηλίθιος, ο χαζός, ο κουτός, το κορόιδο
- (προσφώνηση, οικείο, προφορικό) (φιλική) προσφώνηση
Εκφράσεις
- είμαι περήφανος που είμαι μαλάκας: συνήθως απάντηση σε υβριστή, έχω αυτοπεποίθηση αδιαφορώντας για την αρνητική γνώμη των άλλων, αρέσκομαι να ενοχλώ
- την μαλακία πολλοί αγάπησαν, τον μαλάκα ουδείς: ο ενοχλητικός/αδιάφορος/αγενής/υπερόπτης δεν έχει ενσυναίσθηση, ο ίδιος νοιώθει καλά με τις πράξεις του, μα ενοχλεί τους άλλους με την συμπεριφορά του
- κόψε (λίγο) τη μαλακία: μην κάνεις βλακείες
- η μαλακία πάει σύννεφο: γίνονται πολλά ή από πολλούς συμπεριφορικά λάθη
- μπροστά στη μαλακία, τύφλα να 'χει το γαμήσι: την βρίσκω και μόνος μου, αυτοσυντονίζομαι καλύτερα μόνος μου παρά με παρτενέρ
- όταν δεις μαλάκα, πες καθρέφτης: η φράση είσαι μαλάκας ειπωμένη με γρίφο
- κοίτα (ρε) ένα μαλάκα/είσαι πολύ (μεγάλος) μαλάκας/πόσα κιλά μαλάκας είσαι/η πολύ μαλακία σε τύφλωσε/η μαλακία σε βάρεσε στον εγκέφαλο/η μαλακία σε βάρεσε κατακούτελα: επιφωνηματική φράση αγανάκτησης ή απόρριψης
- (πιο αναλυτικά μια απ' τις παραπάνω εκφράσεις) πόσα κιλά μαλάκας είσαι;: έκανες μεγάλη βλακεία, είσαι πολύ λάθος, έχεις λάθος στάση
- (καλά) ρε μαλάκα...: δίνοντας έμφαση στη φράση, συχνά επιπληκτικά
- αν στερέψ' η μαλακία, ο μαλάκας παραμένει: ο χαρακτήρας δεν αλλάζει ακόμα και σε ευνοϊκές συνθήκες
- αν η μαλακία ήταν άθλημα ο τάδε θα ήταν πρώτος: μειωτική-σκωπτική απόρριψη
- είπαν βλάκα τον μαλάκα και του έπεσε η βράκα: για κάτι αρνητικό που ήταν ήδη γνωστό
Συνώνυμα
Σύνθετα
- μαλακαντρέας
- μαλακοκαύλης
- μαλακοκεφτές
- μαλακολόι
- μαλακομπούκωμα
- μαλακοπίτουρας
- μαλακόφατσα
- αναρχομαλάκας
- αρχιμαλάκας
- αρχοντομαλάκας
- σκατομαλάκας
- χοντρομαλάκας
Δείτε επίσης
-
μαλάκας στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
μαλάκας
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
μαλάκας θηλυκό
- ↑ μαλάκας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αγώνας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από αναδρομικό σχηματισμό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Υβριστικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Προσφωνήσεις (νέα ελληνικά)
- Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)