μαλάκας
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | μαλάκας | μαλάκες |
γενική | μαλάκα | |
αιτιατική | μαλάκα | μαλάκες |
κλητική | μαλάκα | μαλάκες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαλάκας < μεσαιωνική ελληνική μαλάκα (θηλυκό: μαλάκυνση) < ελληνιστική κοινή μαλακός (παθητικός ομοφυλόφιλος) < αρχαία ελληνική μαλακός < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *mlakos
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ma.'la.kas/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαλάκας αρσενικό
- (κυριολεκτικά) αυτός που αυνανίζεται
- (μεταφορικά) (μειωτικά) ο αποβλακωμένος, ο αποχαυνωμένος
- (μεταφορικά) (υβριστικά) ο ποταπός, ο απεχθής, το κωλόπαιδο
- ο βλάκας, ο ηλίθιος, ο χαζός, ο κουτός, το κορόιδο
- (οικείο) (προφορικό) (φιλική) προσφώνηση
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- είμαι περήφανος που είμαι μαλάκας: συνήθως απάντηση σε υβριστή, έχω αυτοπεποίθηση αδιαφορώντας για την αρνητική γνώμη των άλλων, αρέσκομαι να ενοχλώ
- την μαλακία πολλοί αγάπησαν, τον μαλάκα ουδείς: ο ενοχλητικός/αδιάφορος/αγενής/υπερόπτης δεν έχει ενσυναίσθηση, ο ίδιος νοιώθει καλά με τις πράξεις του, μα ενοχλεί τους άλλους με την συμπεριφορά του
- κόψε (λίγο) τη μαλακία: μην κάνεις βλακείες
- η μαλακία πάει σύννεφο: γίνονται πολλά ή από πολλούς συμπεριφορικά λάθη
- μπροστά στη μαλακία, τύφλα να 'χει το γαμήσι: την βρίσκω και μόνος μου, αυτοσυντονίζομαι καλύτερα μόνος μου παρά με παρτενέρ
- όταν δεις μαλάκα, πες καθρέφτης: η φράση είσαι μαλάκας ειπωμένη με γρίφο
- κοίτα (ρε) ένα μαλάκα/είσαι πολύ (μεγάλος) μαλάκας/πόσα κιλά μαλάκας είσαι/η πολύ μαλακία σε τύφλωσε/η μαλακία σε βάρεσε στον εγκέφαλο/η μαλακία σε βάρεσε κατακούτελα: επιφωνηματική φράση αγανάκτησης ή απόρριψης
- (πιο αναλυτικά μια απ' τις παραπάνω εκφράσεις) πόσα κιλά μαλάκας είσαι;: έκανες μεγάλη βλακεία, είσαι πολύ λάθος, έχεις λάθος στάση
- (καλά) ρε μαλάκα...: δίνοντας έμφαση στη φράση, συχνά επιπληκτικά
- αν στερέψ' η μαλακία, ο μαλάκας παραμένει: ο χαρακτήρας δεν αλλάζει ακόμα και σε ευνοϊκές συνθήκες
- αν η μαλακία ήταν άθλημα ο τάδε θα ήταν πρώτος: μειωτική-σκωπτική απόρριψη
- είπαν βλάκα τον μαλά κα και του έπεσε η βράκα: για κάτι αρνητικό που ήταν ήδη γνωστό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- μαλακαντρέας
- μαλακοκαύλης
- μαλακοκεφτές
- μαλακολόι
- μαλακομπούκωμα
- μαλακοπίτουρας
- μαλακόφατσα
- αναρχομαλάκας
- αρχιμαλάκας
- αρχοντομαλάκας
- σκατομαλάκας
- χοντρομαλάκας
Δείτε επίσης [επεξεργασία]
- μαλάκας στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυνανιζόμενος
|
αρνητική σημασία, καριόλης
Κλιτή μορφή ουσιαστικού[επεξεργασία]
μαλάκας