huevón

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ισπανικά (es)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

huevón (es) αρσενικό

  1. τεμπέλης
  2. μαλάκας (νότια αμερική)