μαλάκυνση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαλάκυνση < μαλάκυνσις λέξη της καθαρεύουσας από την ελληνιστική κοινή (στην οποία σήμαινε παράλυση, εξασθένιση) για να αποδοθεί η γαλλική ramollissement
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαλάκυνση θηλυκό
- εκφυλιστική ασθένεια του εγκεφαλικού ιστού, η οποία παρουσιάζεται στην τρίτη ηλικία και οφείλεται είτε σε αγγειακά προβλήματα που νεκρώνουν περιοχές του εγκεφάλου είτε σε άλλα αίτια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαλάκυνση