μαλακία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μαλακιά

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαλακία οι μαλακίες
      γενική της μαλακίας των μαλακιών
    αιτιατική τη μαλακία τις μαλακίες
     κλητική μαλακία μαλακίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαλακία < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαλακία (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική μαλακία

Προφορά

ΔΦΑ : /ma.laˈci.a/
παρώνυμο: μαλακιά

Ουσιαστικό

μαλακία θηλυκό

  1. ο αυνανισμός
  2. η αποχαύνωση από αυνανισμό
  3. η ηλίθια ή ανούσια πράξη
  4. (συνήθως στον πληθυντικό) ο ανούσιος, βλακώδης λόγος

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

μαλακία < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μαλακία

Ουσιαστικό

μαλακία θηλυκό

  1. αδυναμία, αρρώστια, εξασθένιση
  2. αυνανισμός

Συγγενικά

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μαλακί αἱ μαλακίαι
      γενική τῆς μαλακίᾱς τῶν μαλακιῶν
      δοτική τῇ μαλακί ταῖς μαλακίαις
    αιτιατική τὴν μαλακίᾱν τὰς μαλακίᾱς
     κλητική ! μαλακί μαλακίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μαλακί
γεν-δοτ τοῖν  μαλακίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαλακία < μαλακ(ός) + -ία

Ουσιαστικό

μαλακία θηλυκό

  1. μαλακότητα, τρυφερότητα
  2. (ελληνιστική κοινή)
    1. αδυναμία, ατονία
    2. μαλθακότητα, εκθήλυνση, θηλυπρέπεια
    3. νηνεμία, ηρεμία θάλασσας
      ΑΠΟΓΟΝΟΙ: λατινικά: malacia ιταλικά: bonaccia νέα ελληνικά: μπουνάτσα


Συγγενικά

Πηγές