ατονία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ατονία | οι | ατονίες |
| γενική | της | ατονίας | των | ατονιών |
| αιτιατική | την | ατονία | τις | ατονίες |
| κλητική | ατονία | ατονίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ατονία < αρχαία ελληνική ἀτονία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ατονία θηλυκό
- η σωματική (ή / και πνευματική) αδυναμία
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ατονία