μουνί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μουνί | τα | μουνιά |
γενική | του | μουνιού | των | μουνιών |
αιτιατική | το | μουνί | τα | μουνιά |
κλητική | μουνί | μουνιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
μουνί < αρχαία ελληνική μνοῦς (: χνούδι, απαλό μαλλί)
ή
μουνί < αρχαία ελληνική εὐνή (: συζυγικό κρεβάτι, γαμήλια κλίνη)
Προφορά
Ουσιαστικό
μουνί ουδέτερο
- (χυδαίο) το αιδοίο, το γυναικείο αναπαραγωγικό όργανο· αφορά περισσότερο στα εξωτερικά χαρακτηριστικά της περιοχής και όχι τον κόλπο. Χρησιμοποιείται ευρέως στην καθημερινή, αλλά θεωρείται άσεμνη λέξη
- (μεταφορικά) η κάθε νεαρή γυναίκα γενικά, ιδίως για να δηλωθεί πόσο ελκυστική ή ερωτική θεωρείται, καθώς και για να δηλωθεί υποψήφια ή υπάρχουσα σχέση με άνδρα
- Τί τελικά έγινε χτες στο πάρτυ; Ήρθαν αργότερα μουνιά ή μείνατε μόνο τα μπακούρια;
- Ρε συ, αυτή η φίλη της αδελφής σου είναι πολύ ωραίο μουνί.
- Τάκη, νταραβερίζεσαι με κανένα μουνί τώρα τελευταία;
- (μεταφορικά) η ακαταστασία, το μπάχαλο
- (μεταφορικά), (υβριστικό) άτιμος, πρόστυχος ή κακόβουλος άνθρωπος
Εκφράσεις
- έγινα μουνί: περιήλθα σε άθλια κατάσταση, συνήθως από νερό/βρέξιμο
- μας έπιασε βροχή στο δρόμο και γίναμε μουνί
- τα έκανα μουνί: έκανα μεγάλο σφάλμα με σοβαρές επιπτώσεις
- Συνώνυμα: χυδαίο: τα έκανα κώλο, μη χυδαίο: τα έκανα θάλασσα (όλα δημώδη)
- έλα μουνί στον τόπο σου: για κάτι ανήκουστο/πρωτοφανές
- μουνί καπέλο: άθλια κατάσταση
- στο μουνί μου: χρησιμοποιείται κυρίως από γυναίκες, (αντίστοιχο του αντρικού "στ' αρχίδια μου") για να δηλώσει αδιαφορία
- το μουνί σέρνει καράβι: μία γυναίκα εύκολα μπορεί να κάνει έναν άνδρα να εγκαταλείψει κάθε ασχολία του ακόμα και κάτι που ήταν πριν δύσκολο να κάνει αυτός
- ο Γιωργάκης παράτησε την ιατρική και έφυγε στο Παρίσι με τη φιλενάδα του, την οποία θα παντρευτεί. Βλέπεις, το μουνί σέρνει καράβι
- μουνί της λάσπης : ύπουλος/πετυχαίνει σκοπούς με δόλια μέσα
- ξυρισμένο μουνί : κάποιος που κόπηκε στο ξύρισμα/κακοκουρεμμένος
- γαμώ το μουνί της μάνας σου, γαμώ το μουνί που σε πέταγε εκδήλωση βίαιης επιθετικότητας που πολλές φορές ακολουθείται από ξυλοδαρμό
- ήμουν ήμουν ή...: (λογοπαίγνιο) παιδικός γλωσσοδέτης ταχύτητας
- το μουνί σε ξεπετά και ο τάφος σε ρουφά: χυδαία εκδοχή της φράσης "δύο πόρτες έχει η ζωή"
- φελλός στο μουνί της: για προσκολλημένο άντρα που συνεχώς τρέχει πίσω απ' την κοπέλα του
- έχει φελλό στο μουνί της: για κοπέλα που πλησιάζεται-προσεγγίζεται δύσκολα/δύσκολη γκόμενα/δυσγάμητη
- εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται: για άνθρωπο ο οποίος δεν ασχολείται με κάποιο σημαντικό πρόβλημα, αλλά με ασήμαντα γεγονότα
Σύνθετα
- γλειφομούνι
- μουνόδουλος
- μουνοθύελλα
- μουνοπαγίδα
- μουνόπανο
- μουνοπλημμύρα
- μουνότριχα
- μουνόχειλα
- μουνοχυσίματα
- μουνόψειρα
- ξινομούνα
- πηγαδομούνα
- φαρμακομούνα
Μεταφράσεις
μουνί
|