μαλλί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μαλλί | τα | μαλλιά |
γενική | του | μαλλιού | των | μαλλιών |
αιτιατική | το | μαλλί | τα | μαλλιά |
κλητική | μαλλί | μαλλιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαλλί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαλλίν < μαλλίον, υποκοριστικό τού αρχαία ελληνική μαλλός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαλλί ουδέτερο
- το πλούσιο τρίχωμα ορισμένων ζώων όπως του προβάτου
- φυσική ίνα από το τρίχωμα προβάτων που χρησιμοποιείται για την κατασκευή ρούχων
- το σύνολο των τριχών του ανθρώπινου κεφαλιού (ισοδύναμο με τον πληθυντικό τα μαλλιά)
- ⮡ αυτό το νέο σαμπουάν σού 'κανε ένα μαλλί ...
- (αργκό) λεφτά
- ⮡ Θέλω να το αγοράσω. Πόσο πάει το μαλλί;
- ※ ειδικώς εννοούσε τα χρήματα: τα λεφτά, τα νομίσματα, τη μονέδα, τα όβολα, τους παράδες, τα γρόσια, τα άσπρα, τα πεκούνια· τα τάλιρα, τα φράγκα, τα μπικικίνια, τα ψιλά, το μαρούλι, το χαρτί, το μαλλί, το μπαγιόκο· τα καπίκια, τα μπακίρια, το καύσιμο, το μπερντέ, τα γκαφρά, για να κάνουμε μια κάθε άλλο παρά εξαντλητική καταγραφή διάφορων ονομασιών (Νίκος Σαραντάκος, Οι λέξεις του χρήματος και των νομισμάτων Ιατρικά θέματα 68, 2015, σελ. 31-34 [1])
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδί' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)