ίνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἵνα, -ίνα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ίνα οι ίνες
      γενική της ίνας των ινών
    αιτιατική την ίνα τις ίνες
     κλητική ίνα ίνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
ίνα < αρχαία ελληνική ἴς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wiH-s ‎(δύναμη, ορμή) < *weyH (ορμώ)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ίνα θηλυκό

  1. η κλωστή
  2. οποιοδήποτε σώμα μοιάζει σαν κλωστή
    μυϊκές ίνες
  3. η συνθετική ίνα για βιομηχανική χρήση ή προϊόν νανοτεχνολογίας
    ίνες ενισχυμένου μπετού

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
ίνα < αρχαία ελληνική ἵνα

Σύνδεσμος

[επεξεργασία]

ίνα θηλυκό

  1. (λόγιο) για να