ίνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ίνα | οι | ίνες |
γενική | της | ίνας | των | ινών |
αιτιατική | την | ίνα | τις | ίνες |
κλητική | ίνα | ίνες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- ίνα < αρχαία ελληνική ἴς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wiH-s (δύναμη, ορμή) < *weyH (ορμώ)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ίνα θηλυκό
- η κλωστή
- οποιοδήποτε σώμα μοιάζει σαν κλωστή
- μυϊκές ίνες
- η συνθετική ίνα για βιομηχανική χρήση ή προϊόν νανοτεχνολογίας
- ίνες ενισχυμένου μπετού
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ίνα
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- ίνα < αρχαία ελληνική ἵνα
Σύνδεσμος
[επεξεργασία]ίνα θηλυκό