Μετάβαση στο περιεχόμενο

fiber

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
fiber fibers

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fiber (en) (αμερικανική γραφή)

  1. η ίνα
  2. οι φυτικές ίνες
     συνώνυμα: dietary fiber

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]