hair

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

hair (en)

  1. τα μαλλιά, το μαλλί
  2. η τρίχα

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • to pull my hair out - τραβάω τα μαλλιά μου (από απόγνωση)