hairy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός hairy
συγκριτικός hairier
υπερθετικός hairiest

Ετυμολογία [επεξεργασία]

hairy < hair + -y

Επίθετο[επεξεργασία]

hairy (en)

  1. μαλλιαρός, τριχωτός, καλυμμένο με πολλά μαλλιά
    hairy chest - μαλλιαρό/τριχωτό στήθος
  2. (ανεπίσημο) για δύσκολο πρόβλημα, ευαίσθητο ζήτημα, κλπ.

Πηγές[επεξεργασία]