hairy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
hairy (en)
- τριχωτός
- για δύσκολο πρόβλημα, ευαίσθητο ζήτημα, κλπ.