haircut
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
haircut | haircuts |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
haircut (en)
- το κούρεμα, η κοπή των μαλλιών
- ↪ Do I need a haircut?
- Χρειάζομαι κούρεμα;
- ↪ Do I need a haircut?
- το κούρεμα, ο τρόπος που είναι κουρεμένα τα μαλλιά
- ↪ What a nice haircut, it looks good on you!
- Τι ωραίο κούρεμα, σου πηγαίνει πολύ!
- ↪ What a nice haircut, it looks good on you!