Μετάβαση στο περιεχόμενο

wool

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

wool (en) (μη μετρήσιμο)

  1. το μαλλί, το απαλό τρίχωμα που γεμίζει το σώμα των προβάτων και κάποιων άλλων ζώων
      sheep/goal wool - μάλλι από πρόβατο/από κατσίκα
      Sheep gives us meat, milk, wool, and pelts.
    Τα πρόβατα μας δίνουν το κρέας, το γάλα, το μαλλί και το δέρμα.
  2. το μαλλί, η ίνα που χρησιμοποιείται για τη δημιουργία ρούχων
      a ball of wool - ένα κουβάρι μαλλί
      the wool trade - το εμπόριο μαλλιού
      I am spinning the wool to make it into yarn.
    Γνέθω το μαλλί για να το κάνω νήμα.
  3. μάλλινος, που είναι φτιαγμένο από μαλλί
      a wool coat - μάλλινο παλτό
      wool socks/blankets - μάλλινες κάλτσες/κουβέρτες
      I can’t wear wool on my skin.
    Δεν μπορώ να φορέσω μάλλινα κατάσαρκα.