Μετάβαση στο περιεχόμενο

Haar

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική das Haar die Haare
γενική des Haars
Haares
der Haare
δοτική dem Haar
Haare
den Haaren
αιτιατική das Haar die Haare

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Haar (de), ουδέτερο

  1. η τρίχα
  2. η κώμη, τα μαλλιά
    Er hat schwarzes Haar. - Έχει μαύρα μαλλιά.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

auf/um ein Haar - παρά τρίχα, παραλίγο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Haar < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Haar αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Haar < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Haar αρσενικό ή θηλυκό

  • TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023