Μετάβαση στο περιεχόμενο

μαλλός

Από Βικιλεξικό

Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μαλλός < αβέβαιης ετυμολογίας, δεν αποκλείεται η συγγένεια με το μαλακός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μαλλός αρσενικό

  1. το μαλλί του προβάτου, τούφες
    μαλλός ἐρίου
  2. μαλλί
  3. πλόκαμος, βόστρυχος