πλόκαμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πλοκαμός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πλόκαμος οι πλόκαμοι
      γενική του πλόκαμου
πλοκάμου
των πλόκαμων
πλοκάμων
    αιτιατική τον πλόκαμο τους πλόκαμους
πλοκάμους
     κλητική πλόκαμε πλόκαμοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλόκαμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πλόκαμος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλόκαμος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πλόκαμος οἱ πλόκαμοι
      γενική τοῦ πλοκάμου τῶν πλοκάμων
      δοτική τῷ πλοκάμ τοῖς πλοκάμοις
    αιτιατική τὸν πλόκαμον τοὺς πλοκάμους
     κλητική ! πλόκαμε πλόκαμοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πλοκάμω
γεν-δοτ τοῖν  πλοκάμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλόκαμος, ήδη ομηρικό < πλοκ-, μεταπτωτική βαθμίδα θέματος που συναντάμε στο πλέκω + -αμος [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλόκαμος αρσενικό

  1. πλεξούδα μαλλιών
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 14 (Ξ. Διὸς ἀπάτη.), στίχ. 176 (στίχοι 176-177)
    πεξαμένη χερσὶ πλοκάμους ἔπλεξε φαεινοὺς | καλοὺς ἀμβροσίους ἐκ κράατος ἀθανάτοιο.
    έπλεξε με τα χέρια της τες άφθαρτες πλεξίδες, | που από την θείαν κεφαλήν λαμπρές εκυματίζαν.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 34.1
    αἱ μὲν πρὸ γάμου πλόκαμον ἀποταμόμεναι καὶ περὶ ἄτρακτον εἱλίξασαι ἐπὶ τὸ σῆμα τιθεῖσι
    οι κοπέλες, αφού κόψουν μια πλεξούδα από τα μαλλιά τους και την τυλίξουν γύρω από αδράχτι, την αποθέτουν στον τάφο τους
    Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  2. (με περιληπτική σημασία) κόμη, μαλλιά
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 4. Ἀρκεσιλάῳ Κυρηναίῳ ἅρματι, 83 (4.83-4.84)
    οὐδὲ κομᾶν πλόκαμοι κερθέντες ᾤχοντ᾽ ἀγλαοί, | ἀλλ᾽ ἅπαν νῶτον καταίθυσσον.
    κι άκοφτα τα πανέμορφα σγουρά μαλλιά του πέφτανε | κυματίζοντας σ᾽ ολόκληρη την πλάτη.
    Μετάφραση (1994), Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Ευριπίδης, Βάκχαι, 928-929
    ἀλλ᾽ ἐξ ἕδρας σοι πλόκαμος ἐξέστηχ᾽ ὅδε, | οὐχ ὡς ἐγώ νιν ὑπὸ μίτραι καθήρμοσα.
    Όμως η μπούκλα σου αυτή έφυγε από τη θέση της. | Δεν κάθεται όπως την έπιασα εγώ με την κορδέλα.
    Μετάφραση: Θ.Κ.Στεφανόπουλος @greek‑language.gr
  3. πλέγμα
    ※  2ος↓ αιώνας Γαληνός, De usu partium corporis humani I-XI, 9.4 @scaife.perseus
    οὐ μὴν οὐδ’ ἐξ ὕλης τῆς ἐπιτυχούσης γέγονεν, ἀλλὰ τῶν ἀπὸ τῆς καρδίας ἐπὶ τὴν κεφαλὴν ἀναφερομένων ἀρτηριῶν τὴν μὲν μεγίστην μοῖραν ἡ φύσις ὑπεβάλετο τῷ θαυμαστῷ τούτῳ πλοκάμῳ.
  4. πλεκτάνη, πλεκτό, στριμμένο σχοινί
  5. (αστρονομία) αστερισμός του βόρειου ημισφαιρίου
    ※  2ος κε αιώνας, Τατιανός Ασσύριος, Oratio ad Graecos, Λόγος προς Έλληνας, 10.149c-149d @scaife.perseus
    Τίς ἐστιν ὁ Βερενίκης πλόκαμος; Ποῦ δὲ οἱ ἀστέρες αὐτῆς πρὶν τὴν προειρημένην ἀποθανεῖν;
  6. (στον πληθ.):
    (για γυναίκες) πλεγμένα σγουρά μαλλιά
    καλάθι, πανέρι
    ※  2ος↓ αιώνας Γαληνός, De naturalibus facultatibus, 1.15, p. 58 @scaife.perseus
    καὶ γὰρ καὶ τοῦτο, πᾶν ἐμβληθὲν εἰς τοὺς ταλάρους, οὐ πᾶν διηθεῖται, ἀλλ’ ὅσον ἂν ᾖ λεπτότερον τῆς εὐρύτητος τῶν πλοκάμων, εἰς τὸ κάταντες φέρεται, καὶ τοῦτο μὲν ὀῤῥὸς ἐπονομάζεται· τὸ λοιπὸν δὲ παχὺ, τὸ μέλλον ἔσεσθαι τυρὸς, ὡς ἂν οὐ παραδεχομένων αὐτὸ τῶν ἐν τοῖς ταλάροις πόρων, οὐ διεκπίπτει κάτω.
    ΣτΕ: Ο Γαληνός αναφέρει ως παράδειγμα τον τρόπο τυροκόμησης του γάλακτος, για να εξηγήσει τη λειτουργία των νεφρών.


Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]