σχοινί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σχοινί | τα | σχοινιά |
γενική | του | σχοινιού | των | σχοινιών |
αιτιατική | το | σχοινί | τα | σχοινιά |
κλητική | σχοινί | σχοινιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σχοινί < αρχαία ελληνική σχοινίον (υποκοριστικό του σχοῖνος)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σχοινί ουδέτερο και σκοινί
- το υλικό κατασκευασμένο από μακριές, εύκαμπτες ίνες, συνήθως φυτικές ή συνθετικές
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- σε τεντωμένο σχοινί: επικίνδυνη κατάσταση ή κατάσταση που απαιτεί λεπτούς χειρισμούς
- στο σπίτι του κρεμασμένου δε μιλάνε για σχοινί: λέγεται όταν κάποιος αναφέρεται σε κάτι που στην παρούσα στιγμή μπορεί να προσβάλλει ή απλά να θίξει ή όταν θέλουμε να υπονοήσουμε πως κάποιος κατηγορεί κάποιον για πράξεις που έχει κάνει και ο ίδιος ή για κάτι που είναι ταμπού στην προκείμενη κατάσταση
- το έδεσε (ή το πάει ή το πήρε) σχοινί-κορδόνι: λέγεται για κάποιον που επαναλαμβάνει με ενοχλητικό τρόπο κάτι
- του σχοινιού και του παλουκιού: λέγεται για άνθρωπο του υποκόσμου
- τραβάω ή παρατραβάω ή τεντώνω το σχοινί: εξωθώ μια κατάσταση στα άκρα
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
σχοινί στη Βικιπαίδεια