Μετάβαση στο περιεχόμενο

σχοινί

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σχοινί τα σχοινιά
      γενική του σχοινιού των σχοινιών
    αιτιατική το σχοινί τα σχοινιά
     κλητική σχοινί σχοινιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σχοινί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σχοινί(ον) < αρχαία ελληνική σχοινίον (υποκοριτικό) < σχοῖνος [1] Συγκρίνετε με το σκοινί.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sçiˈni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σχοινί
παρώνυμο: σκοινί

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σχοινί ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • συγγενικά, παράγωγα, σύνθετα:  δείτε τη λέξη σκοινί

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]