σκοινί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκοινί | τα | σκοινιά |
γενική | του | σκοινιού | των | σκοινιών |
αιτιατική | το | σκοινί | τα | σκοινιά |
κλητική | σκοινί | σκοινιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκοινί < μεσαιωνική ελληνική σκοινί(ον) < αρχαία ελληνική σχοινίον < σχοῖνος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκοινί ουδέτερο
- άλλη μορφή του σχοινί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκοινί
|