rope
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rope | ropes |
rope (en)
- το σχοινί
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | rope |
γ΄ ενικό ενεστώτα | ropes |
αόριστος | roped |
παθητική μετοχή | roped |
ενεργητική μετοχή | roping |
rope (en)
- δένω ένα άτομο ή ένα πράγμα σε ένα άλλο με ένα σχοινί
- ↪ He roped him to a tree.
- Τον έδεσε με σχοινί σε ένα δέντρο.
- ↪ He roped him to a tree.