rope into
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | rope into |
γ΄ ενικό ενεστώτα | ropes into |
αόριστος | roped into |
παθητική μετοχή | roped into |
ενεργητική μετοχή | roping into |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
rope into (en)
- άλλη μορφή του rope in
- ↪ I was roped into organizing the trip.
- Με μπλέξανε να βοηθήσω στην οργάνωση της εκδρομής.
- ↪ I was roped into organizing the trip.