rope in
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]| ενεστώτας | rope in |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | ropes in |
| αόριστος | roped in |
| παθητική μετοχή | roped in |
| ενεργητική μετοχή | roping in |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]rope in (en)
- (ανεπίσημο, συνήθως στην παθητική φωνή) μπλέκω, πείθω κάποιον να συμμετάσχει σε μια δραστηριότητα ή να βοηθήσει να κάνει κάτι, ακόμα κι όταν δεν το θέλει
I was roped in to organizing the trip.
- Με μπλέξανε να βοηθήσω στην οργάνωση της εκδρομής.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- rope in - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 572-572. ISBN 9780194325684., λήμμα: μπλέκω