σχοινοτενής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σχοινοτενής | η | σχοινοτενής | το | σχοινοτενές |
γενική | του | σχοινοτενούς* | της | σχοινοτενούς | του | σχοινοτενούς |
αιτιατική | τον | σχοινοτενή | τη | σχοινοτενή | το | σχοινοτενές |
κλητική | σχοινοτενή(ς) | σχοινοτενής | σχοινοτενές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σχοινοτενείς | οι | σχοινοτενείς | τα | σχοινοτενή |
γενική | των | σχοινοτενών | των | σχοινοτενών | των | σχοινοτενών |
αιτιατική | τους | σχοινοτενείς | τις | σχοινοτενείς | τα | σχοινοτενή |
κλητική | σχοινοτενείς | σχοινοτενείς | σχοινοτενή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
σχοινοτενής
- διεξοδικός, αναλυτικός, εκτενής, λεπτομερειακός, μακροσκελής, εκτεταμένος, τεντωμένος σα σχοινί, μακρύς
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σχοινοτενής
|