εκτεταμένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκτεταμένος < αρχαία ελληνική ἐκτεταμένος < ἐκτείνω (μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος εκτείνω)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.kte.taˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐κτε‐τα‐μέ‐νος
Μετοχή
[επεξεργασία]εκτεταμένος