Μετάβαση στο περιεχόμενο

extensive

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός extensive
συγκριτικός more extensive
υπερθετικός most extensive

Επίθετο

[επεξεργασία]

extensive (en)

  1. εκτεταμένος, εκτενής, που έχει μεγάλη έκταση
      an extensive area - μια εκτεταμένη περιοχή
      extensive repairs/damage - εκτεταμένες επισκευές/ζημιές
      extensive space - εκτενής χώρος
  2. εκτεταμένος, εκτενής, περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα πληροφοριών
      extensive inquires/knowledge - εκτεταμένες έρευνες/γνώσεις
      an extensive description - εκτενής περιγραφή

Παράγωγα

[επεξεργασία]