extensive
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | extensive |
συγκριτικός | more extensive |
υπερθετικός | most extensive |
Επίθετο
[επεξεργασία]extensive (en)
- εκτεταμένος, εκτενής, που έχει μεγάλη έκταση
- ⮡ an extensive area - μια εκτεταμένη περιοχή
- ⮡ extensive repairs/damage - εκτεταμένες επισκευές/ζημιές
- ⮡ extensive space - εκτενής χώρος
- εκτεταμένος, εκτενής, περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα πληροφοριών
- ⮡ extensive inquires/knowledge - εκτεταμένες έρευνες/γνώσεις
- ⮡ an extensive description - εκτενής περιγραφή
Παράγωγα
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- extensive - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 274. ISBN 9780194325684., λήμμα: εκτενής, εκτεταμένος